Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αναγριώνω — 1. παροξύνω, ερεθίζω, εξαγριώνω 2. (για βρέφη) φωνάζω, κλαίω 3. γίνομαι μανιώδης 4. ανατριχιάζω, φρίττω 5. μέσ. επιδεινώνομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < αν(α) * + αγριώνω. ΠΑΡ. αναγρίωμα] … Dictionary of Greek
αναγρίωμα — το [αναγριώνω] ερεθισμός, παροξυσμός, αγριότητα … Dictionary of Greek